- κόρδωμα
- το, -ατος1. τέντωμα, τεζάρισμα.2. τέντωμα του κεφαλιού προς τα πάνω ως εκδήλωση υπεροψίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κόρδωμα — το [κορδώνω] 1. τέντωμα, τσίτωμα, τεζάρισμα 2. υπερήφανο και αγέρωχο βάδισμα ή παράστημα, καμάρωμα, έπαρση, υπεροψία … Dictionary of Greek
καμάρωμα — το (AM καμάρωμα) [καμαρώνω] 1. η κατασκευή καμάρας ή οικοδομήματος σε σχήμα καμάρας, αψίδωση 2. καμαροειδές κατασκεύασμα, θόλος, αψίδα («ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα», Στράβ.) νεοελλ. το … Dictionary of Greek
κλασαυχενισμός — ο 1. το να περπατά κάποιος καμαρωτά και θηλυπρεπώς κουνώντας τον αυχένα του δεξιά κι αριστερά 2. το κόρδωμα, το να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλασαυχενίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
φούσκωμα — το, Ν [φουσκώνω] 1. διόγκωση, εξόγκωση 2. διάταση, διεύρυνση 3. εξοίδηση, οίδημα, πρήξιμο 4. δυσφορία που προέρχεται από στομαχική διαταραχή ή από δύσπνοια 5. κόρδωμα, έπαρση … Dictionary of Greek
καμάρωμα — το περηφάνια, κόρδωμα, καμάρι: Δε μ αρέσουν αυτά τα καμαρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)